- ἀκατασήμαντον
- ἀκατασήμαντονἀκατασήμαντοςunsealed: masc /fem acc sgἀκατασήμαντοςunsealed: neut nom /voc /acc sg
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ἀκατασήμαντον — ἀκατασήμαντος unsealed masc/fem acc sg ἀκατασήμαντος unsealed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακατασήμαντος — ἀκατασήμαντος, ον (Α) [κατασημαίνομαι] 1. ασφράγιστος, άγραφος 2. «ἀκατασήμαντον ἔνταλμα», παραγγελία προφορική … Dictionary of Greek